- πετρελαιοκίνητος
- η , ο [ος , ον ] дизельный;
πετρελαιοκίνητοςο πλοΤο — дизель-электроход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρελαιοκίνητοςο πλοΤο — дизель-электроход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρελαιοκίνητος — η, ο, Ν (για πλοία, οχήματα, μηχανές) αυτός που κινείται με πετρελαιομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + κινητός (< κινώ), πρβλ. μηχανο κίνητος. Η λ., στο ουδ. πετρελαιοκίνητα, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πετρελαιοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με πετρέλαιο: Πετρελαιοκίνητη μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek